Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατηφών
κατηχέω
κατηχής
κατήχησις
κατηχίζω
κάτθανε
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιερόω
κατιθύνω
κατιθύς
κατικετεύω
κατικμάζω
κατικμαίνω
κατιλλαίνω
κατίλλω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατίμεν
View word page
κατιερόω
κατιερόω, κατιέρωσις, Ion. for καθ-:—Elean κατῐαραίω Schwyzer 424.5 (iv B.C.): aor. opt.-ιαραύσειε , [τινος] ib. 409.2 (v B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατιερόω
Headword (normalized):
κατιερόω
Headword (normalized/stripped):
κατιεροω
IDX:
55957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατιερόω</span>, <span class="orth greek">κατιέρωσις</span>, Ion. for <span class="itype greek">καθ</span>-:—Elean <span class="orth greek">κατῐαραίω</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Schwyzer</span> 424.5 </span> (iv B.C.): aor. opt.-<span class="itype greek">ιαραύσειε</span> <span class="foreign greek">, [τινος</span>] ib.<span class="bibl"> 409.2 </span> (v B.C.).</div><br><br>'}