Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατήρης
κατήρητος
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
κατηχέω
κατηχής
κατήχησις
κατηχίζω
κάτθανε
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιερόω
κατιθύνω
κατιθύς
View word page
κατηχής
κατηχ-ής,
A). v. κατᾱχής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατηχής
Headword (normalized):
κατηχής
Headword (normalized/stripped):
κατηχης
IDX:
55949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατηχ-ής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατᾱχής</span> .</div> </div><br><br>'}