κατηχέω
κατηχ-έω,
2). sound amiss, opp. συνηχέω, . 5.8.1
II). teach by word of mouth: hence generally, instruct, κ. τινὰ πολλὰ τῶν ἀγνοουμένων Agrippa 11 ap. Vit. 65 , cf. Asin. 48 , PStrassb. 41.37 (iii A.D.):— Pass., to be informed or instructed, περί τινος Act.Ap. 21.21 ; κ. ὅτι .. ; 2.575 ὥσπερ κατηχήμεθα M. 5.5 .
2). in NT, instruct in the elements of religion, 1 Ep.Cor. 14.19 :— Pass., περὶ ὧν κατηχήθης λόγων Ev.Luc. 1.4 ; ὁ κατηχούμενος τὸν λόγον Ep.Gal. 6.6 ; κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου Act.Ap. 18.25 , cf. Chr. 26 .