Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατήνεμος
κάτηξις
κατήορος
κατηπέδανον
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρητος
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
κατηχέω
κατηχής
κατήχησις
κατηχίζω
View word page
κατήρυδες
κατήρυδες ἄμπελοι,
A). laden with fruit, Hsch.


ShortDef

laden with fruit

Debugging

Headword:
κατήρυδες
Headword (normalized):
κατήρυδες
Headword (normalized/stripped):
κατηρυδες
IDX:
55941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55942
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατήρυδες</span> <span class="foreign greek">ἄμπελοι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">laden with fruit</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}