Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κάτηξις
κατήορος
κατηπέδανον
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρητος
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
κατηχέω
κατηχής
κατήχησις
View word page
κατήρητος
κατήρητος,
A). v. κατάρατος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατήρητος
Headword (normalized):
κατήρητος
Headword (normalized/stripped):
κατηρητος
IDX:
55940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55941
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατήρητος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατάρατος</span> .</div> </div><br><br>'}