Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κάτηξις
κατήορος
κατηπέδανον
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρητος
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
View word page
κατηπιάω
κατηπιάω,
A). assuage, allay, ὀδύναι δὲ κατηπιόωντο Il. 5.417 .


ShortDef

to assuage, allay

Debugging

Headword:
κατηπιάω
Headword (normalized):
κατηπιάω
Headword (normalized/stripped):
κατηπιαω
IDX:
55936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατηπιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assuage, allay</span>, <span class="quote greek">ὀδύναι δὲ κατηπιόωντο</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:5:417" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:5.417/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 5.417 </a> .</div> </div><br><br>'}