Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατηγώς
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατήκω
κατηλέποντα
κατῆλιψ
κατηλογέω
κάτηλυς
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κάτηξις
κατήορος
κατηπέδανον
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
View word page
κατημελημένως
κατημελημένως, Adv.,(ἀμελέω)
A). negligently, v.l.in Procop. Pers. 1.5 .


ShortDef

negligently

Debugging

Headword:
κατημελημένως
Headword (normalized):
κατημελημένως
Headword (normalized/stripped):
κατημελημενως
IDX:
55928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55929
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατημελημένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">ἀμελέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">negligently</span>, v.l.in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg001:1:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg001:1.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procop.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pers.</span> 1.5 </a>.</div> </div><br><br>'}