Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατηγορητικός
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
κατηγορουμένως
κατήγωρ
κατηγώς
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατήκω
κατηλέποντα
κατῆλιψ
κατηλογέω
κάτηλυς
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κάτηξις
View word page
κατηλέποντα
κατηλέποντα· φροντίδας ποιοῦντα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατηλέποντα
Headword (normalized):
κατηλέποντα
Headword (normalized/stripped):
κατηλεποντα
IDX:
55922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55923
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατηλέποντα·</span> <span class="foreign greek">φροντίδας ποιοῦντα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}