Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατηγορητής
κατηγορητικός
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
κατηγορουμένως
κατήγωρ
κατηγώς
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατήκω
κατηλέποντα
κατῆλιψ
κατηλογέω
κάτηλυς
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
View word page
κατήκω
κατήκω, Ion. for καθήκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατήκω
Headword (normalized):
κατήκω
Headword (normalized/stripped):
κατηκω
IDX:
55921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατήκω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">καθήκω</span>.</div><br><br>'}