Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατηγορητέον
κατηγορητής
κατηγορητικός
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
κατηγορουμένως
κατήγωρ
κατηγώς
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατήκω
κατηλέποντα
κατῆλιψ
κατηλογέω
κάτηλυς
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
View word page
κατηκριβωμένως
κατηκρῑβωμένως, Adv. pf. part. Pass., (ἀκριβόομαι)
A). precisely, Gal. 18(2).861 .


ShortDef

precisely

Debugging

Headword:
κατηκριβωμένως
Headword (normalized):
κατηκριβωμένως
Headword (normalized/stripped):
κατηκριβωμενως
IDX:
55920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55921
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατηκρῑβωμένως</span>, Adv. pf. part. Pass., (<span class="etym greek">ἀκριβόομαι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">precisely</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).861 </span>.</div> </div><br><br>'}