Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορησείω
κατηγόρησις
κατηγορητέον
κατηγορητής
κατηγορητικός
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
κατηγορουμένως
κατήγωρ
κατηγώς
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατήκω
κατηλέποντα
κατῆλιψ
κατηλογέω
κάτηλυς
κατηλυσία
View word page
κατηγορουμένως
κατηγορ-ουμένως,
A). v. κατηγορέω 111.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατηγορουμένως
Headword (normalized):
κατηγορουμένως
Headword (normalized/stripped):
κατηγορουμενως
IDX:
55916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55917
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατηγορ-ουμένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατηγορέω</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg018:111:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg018:111.2/canonical-url/"> 111.2 </a>.</div> </div><br><br>'}