Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεχθραίνω
κατεχμάζω
κατεχομένιον
κατέχω
κατηβολέω
κατηβολή
κατηγάθεος
κατηγγειωμένως
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορησείω
κατηγόρησις
κατηγορητέον
κατηγορητής
κατηγορητικός
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
κατηγορουμένως
κατήγωρ
κατηγώς
View word page
κατηγορησείω
κατηγορ-ησείω, Desiderat.,
A). to be anxious to accuse, Agath. 4.2 .


ShortDef

to be anxious to accuse

Debugging

Headword:
κατηγορησείω
Headword (normalized):
κατηγορησείω
Headword (normalized/stripped):
κατηγορησειω
IDX:
55908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατηγορ-ησείω</span>, Desiderat., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be anxious to accuse</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:4:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:4.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 4.2 </a>.</div> </div><br><br>'}