Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατεφάλλομαι
κατεφθός
κατεφίσταμαι
κατεχθραίνω
κατεχμάζω
κατεχομένιον
κατέχω
κατηβολέω
κατηβολή
κατηγάθεος
κατηγγειωμένως
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορησείω
κατηγόρησις
κατηγορητέον
κατηγορητής
κατηγορητικός
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
View word page
κατηγγειωμένως
κατηγγειωμένως
, Adv. pf. part. Pass., (
καταγγειόομαι
)
A).
by means of blood-vessels
,
Sor.
1.73
.
ShortDef
by means of blood-vessels
Debugging
Headword:
κατηγγειωμένως
Headword (normalized):
κατηγγειωμένως
Headword (normalized/stripped):
κατηγγειωμενως
IDX:
55905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55906
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατηγγειωμένως</span>, Adv. pf. part. Pass., (<span class="etym greek">καταγγειόομαι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by means of blood-vessels</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:73" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.73/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.73 </a>.</div> </div><br><br>'}