Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτελίζω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευφραίνω
κατευχειρίζω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθός
κατεφίσταμαι
κατεχθραίνω
κατεχμάζω
κατεχομένιον
κατέχω
View word page
κατευχειρίζω
κατευ-χειρίζω,
A). gloss on κατευμαοίζω , Phot., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατευχειρίζω
Headword (normalized):
κατευχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατευχειριζω
IDX:
55891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55892
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-χειρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">κατευμαοίζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}