κατευφημέω
κατευ-φημέω,
A). applaud, extol, τινα 3 Ma. 7.13 , Sert. 4 , Cic. 9 , Epigr.Gr. 430.12 (Egypt): abs., τὸ -φημοῦν ; 2.487b περὶ τᾶς ἰδίας πατρίδος πολλὰ κατευφάμηκε OGI 234.18 (Delph., iii B.C.):— Pass., :—also 3.18 κατευ-φημίζω, Hsch. s.v. Τραυσός .