Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτελίζω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευφραίνω
κατευχειρίζω
κατευχή
View word page
κατευπορέω
κατευ-πορέω,
A). to be sufficiently provided, τοῖς βοηθήμασι D.S. 17.45 .


ShortDef

to be sufficiently provided

Debugging

Headword:
κατευπορέω
Headword (normalized):
κατευπορέω
Headword (normalized/stripped):
κατευπορεω
IDX:
55882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-πορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be sufficiently provided</span>, <span class="quote greek">τοῖς βοηθήμασι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:17:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:17.45/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 17.45 </a> .</div> </div><br><br>'}