Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτελίζω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
View word page
κατευόδωσις
κατευόδ-ωσις, εως, ,
A). good success, Gloss.


ShortDef

good success

Debugging

Headword:
κατευόδωσις
Headword (normalized):
κατευόδωσις
Headword (normalized/stripped):
κατευοδωσις
IDX:
55878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευόδ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">good success,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}