κατευν-άω,
A). =
κατευνάζω, ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν .. ῥεῖα κατευνήσαιμι Il. 14.245 , cf.
248 : metaph., of stanching blood,
αἱμάδα .. ἠπίοισι φύλλοις κατευνᾱ/σειεν S. Ph. 699 (lyr.):— Pass.,
τὸν μὲν ἐπὴν .. κατευνηθέντα ἴδησθε Od. 4.414 , cf.
421 .