Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
κατευμεγεθέω
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
View word page
κατευνάστρια
κατευν-άστρια, ,
A). female chamberlain, Eust. 1943.58 .


ShortDef

female chamberlain

Debugging

Headword:
κατευνάστρια
Headword (normalized):
κατευνάστρια
Headword (normalized/stripped):
κατευναστρια
IDX:
55873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευν-άστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">female chamberlain</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1943:58" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1943.58/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1943.58 </a>.</div> </div><br><br>'}