Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
κατευμεγεθέω
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
View word page
κατευνασμός
κατευν-ασμός
,
ὁ
,
A).
lulling to sleep
,
Id.
2.378f
(pl.).
ShortDef
lulling to sleep
Debugging
Headword:
κατευνασμός
Headword (normalized):
κατευνασμός
Headword (normalized/stripped):
κατευνασμος
IDX:
55869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55870
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευν-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lulling to sleep</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.378f </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}