Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
κατευμεγεθέω
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
View word page
κατευμεγεθέω
κατευ-μεγεθέω,
A). = καταδυναστεύω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατευμεγεθέω
Headword (normalized):
κατευμεγεθέω
Headword (normalized/stripped):
κατευμεγεθεω
IDX:
55867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-μεγεθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταδυναστεύω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}