Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
κατευμεγεθέω
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
View word page
κατευμαρίζω
κατευ-μᾰρίζω, strengthd. for εὐμαρίζω, Hsch., Suid., Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατευμαρίζω
Headword (normalized):
κατευμαρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατευμαριζω
IDX:
55866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-μᾰρίζω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">εὐμαρίζω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}