Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
κατευμεγεθέω
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
View word page
κατευλογέω
κατευ-λογέω, strengthd. for εὐλογέω, Plu. 2.66a , LXX To. 11.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατευλογέω
Headword (normalized):
κατευλογέω
Headword (normalized/stripped):
κατευλογεω
IDX:
55865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-λογέω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">εὐλογέω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.66a </span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg021:11:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg021:11.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">To.</span> 11.1 </a>.</div><br><br>'}