Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
κατευμεγεθέω
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
View word page
κατευκτός
κατευκ-τός, , όν,
A). vowed, Hsch.


ShortDef

vowed

Debugging

Headword:
κατευκτός
Headword (normalized):
κατευκτός
Headword (normalized/stripped):
κατευκτος
IDX:
55864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55865
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευκ-τός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vowed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}