Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
κατευμεγεθέω
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
View word page
κατευκτικός
κατευκ-τικός, , όν,
A). entreating. Adv.-κῶς Sch. S. Aj. 831 (s.v.l.).


ShortDef

entreating

Debugging

Headword:
κατευκτικός
Headword (normalized):
κατευκτικός
Headword (normalized/stripped):
κατευκτικος
IDX:
55863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55864
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευκ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">entreating.</span> Adv.-<span class="foreign greek">κῶς</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg003.perseus-grc1:831" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg003.perseus-grc1:831/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Aj.</span> 831 </a> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}