Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
κατευμεγεθέω
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
View word page
κατευκηλέω
κατευ-κηλέω,
A). calm, quiet, A.R. 4.1059 .


ShortDef

calm, quiet

Debugging

Headword:
κατευκηλέω
Headword (normalized):
κατευκηλέω
Headword (normalized/stripped):
κατευκηλεω
IDX:
55862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-κηλέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">calm, quiet</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:4:1059" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:4.1059/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 4.1059 </a>.</div> </div><br><br>'}