Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κάτευγμα
κατευδαιμονίζω
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
κατευμεγεθέω
View word page
κατευθικτέω
κατευ-θικτέω,
A). hit exactly, τῇ πληγῇ LXX 2 Ma. 14.43 .


ShortDef

hit exactly

Debugging

Headword:
κατευθικτέω
Headword (normalized):
κατευθικτέω
Headword (normalized/stripped):
κατευθικτεω
IDX:
55857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-θικτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hit exactly</span>, <span class="quote greek">τῇ πληγῇ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:14:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:14.43/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">2 Ma.</span> 14.43 </a> .</div> </div><br><br>'}