Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κάτευγμα
κατευδαιμονίζω
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
κατευμαρίζω
View word page
κατευημερέω
κατευ-ημερέω,
A). to be influential, κατευημερηκὼς παρ’ ὑμῖν Aeschin. 2.89 .


ShortDef

to be quite successful, carry one's point

Debugging

Headword:
κατευημερέω
Headword (normalized):
κατευημερέω
Headword (normalized/stripped):
κατευημερεω
IDX:
55856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55857
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-ημερέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be influential</span>, <span class="quote greek">κατευημερηκὼς παρ’ ὑμῖν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0026.tlg002.perseus-grc1:89" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0026.tlg002.perseus-grc1:89/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aeschin.</span> 2.89 </a> .</div> </div><br><br>'}