Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κάτευγμα
κατευδαιμονίζω
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευλογέω
View word page
κατευεργετέω
κατευ-εργετέω, strengthd.for εὐεργ-, Tz. H. 10.811 ( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατευεργετέω
Headword (normalized):
κατευεργετέω
Headword (normalized/stripped):
κατευεργετεω
IDX:
55855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-εργετέω</span>, strengthd.for <span class="foreign greek">εὐεργ</span>-, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:10:811" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:10.811/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 10.811 </a> ( Pass.).</div><br><br>'}