Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κάτευγμα
κατευδαιμονίζω
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
View word page
κατευδοκέω
κατευ-δοκέω,
A). to be well content with, τινι Plb. 21.33.2 .


ShortDef

to be well content with

Debugging

Headword:
κατευδοκέω
Headword (normalized):
κατευδοκέω
Headword (normalized/stripped):
κατευδοκεω
IDX:
55852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55853
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-δοκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be well content with</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:21:33:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:21:33:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 21.33.2 </a>.</div> </div><br><br>'}