Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κάτευγμα
κατευδαιμονίζω
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
View word page
κατευδαιμονίζω
κατευ-δαιμονίζω, strengthd. for εὐδαιμ-, J. BJ 1.33.8 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατευδαιμονίζω
Headword (normalized):
κατευδαιμονίζω
Headword (normalized/stripped):
κατευδαιμονιζω
IDX:
55851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55852
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατευ-δαιμονίζω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">εὐδαιμ</span>-, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:1:33:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:1:33:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">BJ</span> 1.33.8 </a>.</div><br><br>'}