Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κάτευγμα
κατευδαιμονίζω
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
View word page
κατεστραμμένως
κατεστραμμένως, Adv.,(καταστρέφω)
A). reversely, Placit. 5.14.2 .


ShortDef

reversely

Debugging

Headword:
κατεστραμμένως
Headword (normalized):
κατεστραμμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεστραμμενως
IDX:
55848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεστραμμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">καταστρέφω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reversely,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Placit.</span> 5.14.2 </span>.</div> </div><br><br>'}