Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κάτευγμα
κατευδαιμονίζω
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
View word page
κατεσπουδασμένως
κατεσπουδασμένως, Adv.,(κατασπουδάζομαι)
A). earnestly, Procop. Pers. 2.21 .


ShortDef

earnestly

Debugging

Headword:
κατεσπουδασμένως
Headword (normalized):
κατεσπουδασμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεσπουδασμενως
IDX:
55847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55848
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεσπουδασμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">κατασπουδάζομαι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">earnestly</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg001:2:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg001:2.21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procop.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pers.</span> 2.21 </a>.</div> </div><br><br>'}