Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατερυθριάω
κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κάτευγμα
κατευδαιμονίζω
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
κατευημερέω
View word page
κατεσπευσμένως
κατεσπευσμένως, Adv.,(κατασπεύδω)
A). hastily, Dsc. Ther.Praef., Plu. 2.522d .


ShortDef

hastily

Debugging

Headword:
κατεσπευσμένως
Headword (normalized):
κατεσπευσμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεσπευσμενως
IDX:
55846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55847
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεσπευσμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">κατασπεύδω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hastily</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ther.Praef.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.522d </span>.</div> </div><br><br>'}