Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κατεστράφατο
κάτευγμα
κατευδαιμονίζω
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατεύδω
κατευεργετέω
View word page
κατεσκολιωμένως
κατεσκολιωμένως
, Adv. pf. part. Pass. as if from
Κατασκολιόω
,
A).
crookedly
,
Antyll.
ap.
Orib.
44.23.1
.
ShortDef
crookedly
Debugging
Headword:
κατεσκολιωμένως
Headword (normalized):
κατεσκολιωμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεσκολιωμενως
IDX:
55845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55846
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεσκολιωμένως</span>, Adv. pf. part. Pass. as if from <span class="foreign greek">Κατασκολιόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crookedly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antyll.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:44:23:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:44:23:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 44.23.1 </a>.</div> </div><br><br>'}