Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατερέω
κατερημόω
κατερήριπε
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
View word page
κατερυκτικός
κατερῡκ-τικός, , όν,
A). restraining, inhibiting, PMag. Lond. 121.450 .


ShortDef

restraining, inhibiting

Debugging

Headword:
κατερυκτικός
Headword (normalized):
κατερυκτικός
Headword (normalized/stripped):
κατερυκτικος
IDX:
55838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55839
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατερῡκ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">restraining, inhibiting, PMag. Lond.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:121:450" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:121.450/canonical-url/"> 121.450 </a>.</div> </div><br><br>'}