Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερήριπε
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
View word page
κατερυκάνω
κατερῡκ-άνω [ᾰ], lengthd. form of
A). κατερύκω, μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Il. 24.218 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατερυκάνω
Headword (normalized):
κατερυκάνω
Headword (normalized/stripped):
κατερυκανω
IDX:
55837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55838
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατερῡκ-άνω</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, lengthd. form of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">κατερύκω, μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:24:218" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:24.218/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 24.218 </a> .</div> </div><br><br>'}