Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερήριπε
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
View word page
κατερυθριάω
κατερυθρ-ιάω,
A). blush deeply, Hld. 10.18 .


ShortDef

blush deeply

Debugging

Headword:
κατερυθριάω
Headword (normalized):
κατερυθριάω
Headword (normalized/stripped):
κατερυθριαω
IDX:
55836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατερυθρ-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">blush deeply</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:10:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:10.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 10.18 </a>.</div> </div><br><br>'}