Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερήριπε
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
κατεσθίω
κατέσκληκα
κατεσκολιωμένως
View word page
κατερυθραίνομαι
κατερυθρ-αίνομαι
,
A).
turn red
,
Dsc.
5.79
.
ShortDef
turn red
Debugging
Headword:
κατερυθραίνομαι
Headword (normalized):
κατερυθραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατερυθραινομαι
IDX:
55835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55836
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατερυθρ-αίνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">turn red</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.79 </span>.</div> </div><br><br>'}