Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερήριπε
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτᾰ
View word page
κατεριθεύομαι
κατερῑθεύομαι,
A). overcome by intrigue, Plb. Fr. 173 (dub.).


ShortDef

overcome by intrigue

Debugging

Headword:
κατεριθεύομαι
Headword (normalized):
κατεριθεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεριθευομαι
IDX:
55832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατερῑθεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">overcome by intrigue</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:173" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:173/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 173 </a> (dub.).</div> </div><br><br>'}