Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατερείκω
κατερειπόω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερήριπε
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
View word page
κατερήριπε
κατερήρῐπε,
A). v. κατερείπω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατερήριπε
Headword (normalized):
κατερήριπε
Headword (normalized/stripped):
κατερηριπε
IDX:
55830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55831
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατερήρῐπε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατερείπω</span> .</div> </div><br><br>'}