Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατερείδω
κατερείκω
κατερειπόω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερήριπε
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκάνω
κατερυκτικός
κατερύκω
View word page
κατερημόω
κατερημόω,
A). strip entirely off, τὰ πτερά Aesop. 6 .


ShortDef

strip entirely off

Debugging

Headword:
κατερημόω
Headword (normalized):
κατερημόω
Headword (normalized/stripped):
κατερημοω
IDX:
55829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατερημόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strip entirely off</span>, <span class="quote greek">τὰ πτερά</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aesop.</span> 6 </a> .</div> </div><br><br>'}