Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατέρεαι
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερειπόω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
View word page
κατερείδω
κατερείδω, intr.,
A). swoop down, of a storm, D.Chr. 74.7 .


ShortDef

swoop down

Debugging

Headword:
κατερείδω
Headword (normalized):
κατερείδω
Headword (normalized/stripped):
κατερειδω
IDX:
55819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55820
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατερείδω</span>, intr., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swoop down</span>, of a storm, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0612.tlg001:74:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0612.tlg001:74.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.Chr.</span> 74.7 </a>.</div> </div><br><br>'}