Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατέρεαι
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερειπόω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
View word page
κατέρεαι
κατέρεαι·
κάθισαι
(Paph.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατέρεαι
Headword (normalized):
κατέρεαι
Headword (normalized/stripped):
κατερεαι
IDX:
55817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55818
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατέρεαι·</span> <span class="foreign greek">κάθισαι</span> (Paph.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}