Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεπιφύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατέρεαι
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερειπόω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
View word page
κατεργολαβέω
κατεργολᾰβέω,
A). exact tribute, Phld. Rh. 1.224 S.


ShortDef

exact tribute

Debugging

Headword:
κατεργολαβέω
Headword (normalized):
κατεργολαβέω
Headword (normalized/stripped):
κατεργολαβεω
IDX:
55815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55816
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεργολᾰβέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exact tribute</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.224 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div> </div><br><br>'}