Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιφύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατέρεαι
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερειπόω
κατερείπω
View word page
κατέργασμα
κατέργ-ασμα, ατος, τό,
A). work, achievement, Aq. Ps. 45(46).9 , Pr. 8.22 .


ShortDef

work, achievement

Debugging

Headword:
κατέργασμα
Headword (normalized):
κατέργασμα
Headword (normalized/stripped):
κατεργασμα
IDX:
55812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55813
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατέργ-ασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">work, achievement</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 45(46).9 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 8.22 </span>.</div> </div><br><br>'}