Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιφύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατέρεαι
κατερέθω
View word page
κατεπτηχότως
κατεπτηχότως, Adv.,(καταπτήσσω)
A). in abject fear, Poll. 3.137 .


ShortDef

in abject fear

Debugging

Headword:
κατεπτηχότως
Headword (normalized):
κατεπτηχότως
Headword (normalized/stripped):
κατεπτηχοτως
IDX:
55808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55809
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεπτηχότως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">καταπτήσσω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in abject fear</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:137" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.137/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.137 </a>.</div> </div><br><br>'}