Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπίθεσις
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιφύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
View word page
κατεπιφύω
κατεπι-φύω, in Med.,
A). = καταφύω 11 , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεπιφύω
Headword (normalized):
κατεπιφύω
Headword (normalized/stripped):
κατεπιφυω
IDX:
55805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεπι-φύω</span>, in Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταφύω</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg010:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg010:11/canonical-url/"> 11 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}