Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατεπείγω
κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπίθεσις
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιφύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
View word page
κατεπίκειμαι
κατεπί-κειμαι
, Pass.,
A).
lie, rest upon,
IG
14.1888
,
CIG
4152
d (Amastris).
ShortDef
lie, rest upon
Debugging
Headword:
κατεπίκειμαι
Headword (normalized):
κατεπίκειμαι
Headword (normalized/stripped):
κατεπικειμαι
IDX:
55800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55801
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεπί-κειμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lie, rest upon,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 14.1888 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 4152 </span> d (Amastris).</div> </div><br><br>'}