Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεπαμύνω
κατέπαρσις
κατεπείγω
κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπίθεσις
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιφύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
View word page
κατεπιθύμιος
κατεπι-θύμιος [ῡ],,
A). desirable, Gloss.


ShortDef

desirable

Debugging

Headword:
κατεπιθύμιος
Headword (normalized):
κατεπιθύμιος
Headword (normalized/stripped):
κατεπιθυμιος
IDX:
55798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55799
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεπι-θύμιος</span> [<span class="foreign greek">ῡ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">desirable,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}